σχεδογράφος

σχεδογράφος
ὁ, Μ
1. αυτός που διδάσκει σχεδογραφία*
2. αυτός που γράφει αινίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. σχεδογραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχεδογραφώ — έω, Μ [σχεδογράφος] αναλύω γραμματικά τις λέξεις ή τους τύπους ενός κειμένου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”